πούλβερη

πούλβερη
και πύλβερη και μπούλμπερη και πούρμπερη η, Ν
1. η σκόνη
2. μτφ. η πυρίτιδα, το μπαρούτι
3. φρ. «έγινε πούλβερη και κουρνιαχτός» — λέγεται για κάποιον ή κάτι που εξαφανίστηκε, που χάθηκε ή που καταστράφηκε ακαριαία και ολοκληρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvis, -eris «σκόνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πούλβερη — η (λ., λατ.), σκόνη: Έγινε πούλβερη και κουρνιαχτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπούλμπερη — η βλ. πούλβερη …   Dictionary of Greek

  • πούρμπερη — η, Ν βλ. πούλβερη …   Dictionary of Greek

  • πύλβερη — ἡ, Ν βλ. πούλβερη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”